ψύλλιασμα

ψύλλιασμα
το, -ατος
το αποτέλεσμα του ψυλλιάζω, η απόκτηση ψύλλων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψύλλιασμα — το, Ν [ψυλλιάζω] 1. το αποτέλεσμα τού ψυλλιάζω 2. μτφ. υποψία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”